άγημα

άγημα
Ομάδα ανδρών του πολεμικού ναυτικού επιφορτισμένη με την εκτέλεση κάποιας υπηρεσίας, στρατιωτικού ή τεχνικού χαρακτήρα. Έτσι, π.χ., το πυροσβεστικό ά. είναι ειδικά εκπαιδευμένο και επιφορτισμένο με την κατάσβεση πυρκαγιών. Το αποβατικό ά. εκτελεί χρέη που σε άλλες περιστάσεις εκπληρώνονται από μονάδες πεζικού, ουσιαστικά δηλαδή αποτελείται από πεζοναύτες. Στην αρχαία Σπάρτη και την Αθήνα, α. ονομάζονταν διάφορα κατά καιρούς τμήματα οπλιτών. Στη Μακεδονία, αντίθετα, α. λέγονταν ορισμένες επίλεκτες μονάδες της βασιλικής σωματοφυλακής, κυρίως στα χρόνια του Φίλιππου A’. Απόβαση αμερικανικού αγήματος σε νησί του Ειρηνικού, στη διάρκεια των επιχειρήσεων κατά της Ιαπωνίας το 1943.
* * *
το (Α ἄγημα) [ἄγω]
νεοελλ.
1. στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται ειδική αποστολή, είτε σε πολεμική επιχείρηση είτε σε ειρηνική εκδήλωση
2. (ιδιαίτερα) τμήμα πεζοναυτών
αρχ.
1. το οδηγούμενο τμήμα, διαίρεση, μέρος τού στρατού τών Λακεδαιμονίων
2. επίλεκτο τμήμα τού μακεδόνικου στρατού, σωματοφύλακες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄγημα — anything led neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγημα — το, ατος ομάδα από το πλήρωμα πολεμικού πλοίου με ειδική υπηρεσία στην ξηρά: Το άγημα αποβιβάστηκε σε μια ερημική ακτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγημ' — ἄγημα , ἄγημα anything led neut nom/voc/acc sg ἄγημι , ἀγάω pres ind act 1st sg ἄγημαι , ἀγάω pres ind mp 1st sg ἄ̱γημαι , ἀγάω perf ind mp 1st sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήμασι — ἄγημα anything led neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματα — ἄγημα anything led neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματι — ἄγημα anything led neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήματος — ἄγημα anything led neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГИПАСПИСТ —    • Ύπασπιστής,          в собственно греческом войске щитоносец (раб), который в походе нес за своим господином щит, а также шлем, часть поклажи и провиант на 3 дня. В македонском войске так назывался особый род пехоты (наряду с фалангитами и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”